Σε μια πολύ «ρηχή» αγορά, με τζίρο που, σύμφωνα με εκτιμήσεις, αγγίζει μόλις τα 30 εκατ. ευρώ, «τσαλαβουτούν» εσχάτως σειρά νέων επενδύσεων που αφορούν ηλεκτρονικά καταστήματα σούπερ μάρκετ. 
Ανοίγει η πόρτα των online σούπερ μάρκετ Το timing είναι ίσως λίγο πρώιμο, αλλά σε έναν βαθμό «ιδανικό», υποστηρίζει ο Γιάννης Χήτος, ο επιχειρηματίας που από προμηθευτής των σούπερ μάρκετ αποφάσισε να περάσει στην αντίπερα όχθη και να στήσει ένα ακόμη ηλεκτρονικό σούπερ μάρκετ, το yoda.gr. Κατά την άποψή του, η έγκαιρη τοποθέτηση σε μια αγορά που μέλλει να αναπτυχθεί μεσοπρόθεσμα -λόγω της διείσδυσης της τεχνολογίας, αλλά και της αλλαγής στη συμπεριφορά των καταναλωτών- είναι μια κίνηση λελογισμένου ρίσκου και προσδοκώμενης απόδοσης.
Ο στόχος μάλιστα του yoda.gr είναι να κατακτήσει μερίδιο της τάξης του 50% (στις online πωλήσεις σούπερ μάρκετ) εντός της προσεχούς τριετίας.
Η άλλη πτυχή που σε μεγάλο βαθμό οδηγεί τις εξελίξεις είναι οι θεμελιώδεις αλλαγές που συντελούνται στο λιανεμπόριο. Η κατάρρευση του Μαρινόπουλου και νωρίτερα της Βερόπουλος δημιούργησε «κενά» που μέχρι να καλυφθούν από τις εξαγορές και τις συνενώσεις ταλαιπώρησαν τον καταναλωτή. Η «μάχη» τιμών επίσης μεταξύ των υφιστάμενων μεγάλων παικτών στην αγορά σούπερ μάρκετ και η συνακόλουθη πίεση που ασκούν στους προμηθευτές δημιουργούν επίσης περιθώρια για την ίδρυση νέων καναλιών, που, αν και μικρά σε όγκους και αξία, αποτελούν μια διέξοδο για διάφορα brands. Επιπλέον, η ηλεκτρονική παρουσία προϊόντων δίνει τη δυνατότητα μιας άτυπης έρευνας αγοράς που στη συγκυρία αποτελεί -πέρα από τη διευκόλυνση αγορών και παραλαβής- κίνητρο για τον καταναλωτή.
Υβριδικά και καθαρόαιμα e-shops
Το μοντέλο ωστόσο που διαλέγουν να λειτουργήσουν στην Ελλάδα τα ηλεκτρονικά καταστήματα είναι ένα υβρίδιο. Τα περισσότερα εξ αυτών στηρίζονται στη βάση συνεργασίας με ένα φυσικό δίκτυο σούπερ μάρκετ, το οποίο προμηθεύεται για χάρη τους και δίνει λύσεις στον τομέα της αποθήκευσης και της διανομής. Σε αυτό το πλαίσιο, e-shops διατηρούν η ηγέτιδα αλυσίδα σούπερ μάρκετ ΑΒ Βασιλόπουλος, ενώ αντίστοιχο κατάστημα διέθετε και η Μαρινόπουλος. Το caremarket.gr, το οποίο ήταν προϊόν συνεργασίας της αλυσίδας με εταιρεία του γνωστού δημοσιογράφου Νίκου Ευαγγελάτου, υπήρξε ένα από τα πρώτα e-shops του κλάδου. Μετά την κατάρρευση της Μαρινόπουλος, το caremarket.gr παρέμεινε ενεργό βρίσκοντας στήριξη από τον όμιλο Σκλαβενίτη, πριν ακόμη ολοκληρωθεί η συμφωνία απορρόφησης του φυσικού δικτύου της Μαρινόπουλος. Αντίστοιχο μοντέλο συνεργασίας με φυσικό δίκτυο σούπερ μάρκετ επέλεξε και η ομάδα του Γ. Χήτου για τη λειτουργία του yoda.gr, το οποίο συνεργάζεται με τον όμιλο ΕΛΟΜΑΣ και ειδικότερα με το δίκτυο της Bazaar, τόσο για τις κεντρικές προμήθειες όσο και για τις υπηρεσίες logistics.
Αντίθετο δρόμο ωστόσο έχει επιλέξει το welovesupermarket.gr, το παλαιότερο της αγοράς, καθώς ιδρύθηκε το 2013. Η εταιρεία των αδελφών Ζήβα, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην online αγορά και μέσω του welovetoys.gr, δεν συνεργάζεται με κάποια φυσική αλυσίδα καταστημάτων και καλύπτει ολόκληρη την επικράτεια, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα e-shops. Σήμερα η εταιρεία συνεργάζεται με 110 μεγάλους προμηθευτές, πουλάει μόνο επώνυμα προϊόντα και ετοιμάζεται να ενισχύσει την γκάμα των προϊόντων του και με προϊόντα μαναβικής από τον Ιανουάριο του 2017.
Αντίστοιχο μοντέλο ακολουθεί και το e-fresh.gr το οποίο άρχισε τη λειτουργία του στα μέσα του 2016. Δεν συνεργάζεται με αλυσίδα, αλλά διαθέτει από την αρχή νωπά προϊόντα και προς το παρόν καλύπτει την αγορά της Αττικής. Το e-fresh.gr συνεργάζεται ήδη με 300 προμηθευτές και διαθέτει 10.000 προϊόντα, στα οποία περιλαμβάνονται επίσης βιταμίνες, συμπληρώματα διατροφής, επίδεσμοι, κάποια όργανα μέτρησης (πιεσόμετρα κ.ά.), μπαίνοντας εν μέρει και στα «χωράφια» των ηλεκτρονικών φαρμακείων που γνωρίζουν μεγάλη άνθηση στην Ελλάδα.
Παρά τα μικρά μεγέθη, οι προσδοκίες είναι μεγάλες
Σύμφωνα με την έρευνα που διεξήγαγε το Εργαστήριο Ηλεκτρονικού Εμπορίου και Επιχειρείν (ELTRUN), του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ερευνητικού έργου UTURN, μόλις ένας στους τέσσερις Ελληνες καταναλωτές εμφανίζεται να πραγματοποιεί κάπως συστηματικά αγορές μέσω online σούπερ μάρκετ, παρά το γεγονός του ότι σε άλλες αγορές υπάρχει σημαντικότερη προσήλωση των Ελλήνων καταναλωτών. Σημειώνεται ότι ο συνολικός τζίρος των ηλεκτρονικών αγορών που πραγματοποιήθηκαν το 2015 στην Ελλάδα -σύμφωνα με εκτιμήσεις και πάλι του ELTRUN- αγγίζει τα 4,5 δισ. ευρώ, με το 50% και πλέον να αφορά υπηρεσίες (τουριστικές κυρίως) και αγορά εισιτηρίων. Σε ό,τι αφορά, πάντως, τη συγκεκριμένη αγορά ειδών σούπερ μάρκετ, η πρόσφατη έρευνα του ELTRUN καταδεικνύει ότι βασικό κριτήριο όσων επιλέγουν να πραγματοποιήσουν ηλεκτρονικές αγορές αποτελούν οι προσφορές που διατίθενται ανά ηλεκτρονικό κατάστημα.
Το χαμηλό ποσοστό της διείσδυσης των online αγορών σχετίζεται, σύμφωνα με την έρευνα, με την πλούσια σε εμπειρίες αγορά προϊόντων στο αναβαθμισμένο περιβάλλον των φυσικών καταστημάτων σούπερ μάρκετ, στη δυσκολία επιλογής (π.χ. φρέσκα προϊόντα), αλλά και στο υψηλό κόστος στην παράδοση των συγκεκριμένων προϊόντων που παραγγέλνονται online. Βέβαια, όπως επισημαίνεται, τα ποσοστά αγορών αναμένεται να αυξηθούν, κυρίως των αναβαθμισμένων νέων online υπηρεσιών των μεγάλων σούπερ μάρκετ, αλλά και η δυναμική εμφάνιση ψηφιακών σούπερ μάρκετ.
Σύμφωνα πάντως με τις εκτιμήσεις της εταιρείας συμβούλων ηλεκτρονικού εμπορίου Convert Group, o τζίρος του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων που θα πραγματοποιείται μέσω Διαδικτύου αναμένεται να φτάσει τα 400 εκατ. ευρώ έως το 2020, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 3,6% του συνολικού τζίρου του κλάδου των σούπερ μάρκετ.
Αύξηση 157% στις ΗΠΑ το 2016
Είναι επίσης αξιοσημείωτο πως, σύμφωνα με διεθνείς έρευνες καταναλωτικών τάσεων, οι online πωλήσεις ειδών σούπερ μάρκετ εκτιμάται ότι θα αγγίξουν τα 150 δισ. δολάρια έως το 2025, ενώ στις ΗΠΑ αναμένεται εφέτος η συγκεκριμένη αγορά να καταγράψει αύξηση 157% σε σχέση με το 2015. Μόνο πέρυσι οι online πωλήσεις ταχέως κινούμενων καταναλωτικών προϊόντων (FMCGs), στα οποία περιλαμβάνονται προϊόντα όπως τρόφιμα, αναψυκτικά και είδη προσωπικής φροντίδας, σημείωσαν ετήσια αύξηση 15%, αγγίζοντας τα 48 δισ. δολάρια, όταν οι πωλήσεις των FMCGs μέσα από τα παραδοσιακά κανάλια (φυσικά καταστήματα) έτρεξε με ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1,6%.