Του Κωνσταντίνου Δέδε
Το μεγάλο ζήτημα που καλείται να αντιμετωπίσει η σημερινή αριστερή κυβέρνηση υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι πώς θα ανακάμψει ξανά η οικονομία.
Η αναζωογόνηση της οικονομίας είναι απαραίτητη για να αποφύγει η Ελλάδα μια άλλη χαμένη δεκαετία χρόνιου χρέους και ανεργίας. Και αυτό πρόκειται να υποσχεθεί όπως είναι αναμενόμενο ο πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ.
Όμως η έξοδος από την κρίση δεν είναι μια απλή υπόθεση. Και φυσικά δεν είναι θέμα πολιτικών διακηρύξεων. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες, το υψηλό δημόσιο χρέος και η χρόνια ανεργία, καθώς και η δέσμευση για φιλόδοξους στόχους πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων - 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060 – καθιστούν πολύ δύσκολη την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Αν σε όλα αυτά προστεθεί και η έλλειψη μιας φιλοεπενδυτικής κουλτούρας από τη σημερινή κυβέρνηση, τότε καθίσταται σχεδόν αδύνατη.
Η επίτευξη τόσο μεγάλων δημοσιονομικών πλεονασμάτων για τόσο μακρύ χρονικό διάστημα είναι κάτι παραπάνω από ανέφικτη. Καμία χώρα της ευρωζώνης δεν έχει καταγράψει μέχρι σήμερα τέτοια δημοσιονομικά αποτελέσματα και ούτε πρόκειται να καταγράψει. Ο κ. Τσίπρας και οι υπουργοί του θα υποσχεθούν από τη ΔΕΘ ένα νέο οικονομικό θαύμα. Όπως άλλωστε έκαναν και το 2015 με το περιβόητο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης που έμεινε στα χαρτιά.
Κανείς πλέον, τόσο μέσα στη χώρα όσο και έξω από αυτήν, δεν πιστεύει τον κ. Τσίπρα και τους υπουργούς του.
Ο γνωστός Αμερικάνος οικονομολόγος, και πρώην υπουργός στην κυβέρνηση Ρέιγκαν Δρ. Πωλ Γκρεγκ Ρόμπερτς σε πρόσφατο άρθρο του κατήγγειλε την Ελληνική Κυβέρνηση σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι… "η Ελλάδα έχει τελειώσει".
Η ίδια εικόνα επικρατεί και στη Μόσχα. Ο διευθυντής του τμήματος αναλύσεων της επενδυτικής εταιρείας REGION Βαλέρι Βάισμπεργκ, μιλώντας πρόσφατα σε ρωσικά ΜΜΕ εκτίμησε πως "το να αναμένει κανείς ότι στα προσεχή δέκα χρόνια η Ελλάδα θα επιστρέψει σε κανονικούς σταθερούς μακροοικονομικούς δείκτες είναι κάτι εξαιρετικά προβληματικό".
Και ο Mujtaba Rahman, Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου της Ευρασίας για την Ευρώπη, δήλωσε ότι "στην Ελλάδα υπάρχουν μια σειρά από διαρθρωτικά οικονομικά ζητήματα που δεν έχουν επιλυθεί μέσω του προγράμματος".
Το πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα δεν είναι αμιγώς οικονομικό. Όπως έχουμε επισημάνει πολλάκις είναι κυρίως δομικό και ηθικό. Η Ελλάδα δεν έκανε ποτέ τη συζήτηση για το ποιοι ήταν οι πραγματικοί λόγοι της κρίσης, όπως έγινε στην Ιρλανδία, αλλά και με κάποιο τρόπο σε όλες τις χώρες που εφαρμόστηκε μνημόνιο. Η μη συμμόρφωση με τις συμφωνημένες πολιτικές – κάτι το οποίο είδαμε να συμβαίνει και κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων – σίγουρα θα ανησυχήσει τους επενδυτές και τις αγορές.
Σήμερα, οι μόνες επενδύσεις τις οποίες μπορεί να υποδείξει η χώρα, είναι αυτές στα λιμάνια και τα αεροδρόμια που σχεδιάστηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Επίσης, η μόνη στρατηγική επένδυση (άνω του ενός δισ. ευρώ) που υλοποιείται είναι ο αγωγός TAP στη Βόρεια Ελλάδα, που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από την κυβέρνηση Σαμαρά.
Ακόμα και για την εμβληματική επένδυση στο Ελληνικό που θα αλλάξει τα δεδομένα στην ελληνική οικονομία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ την ενέκρινε αλλά στάθηκε ανίκανη να την ξεκινήσει. Τρία και πλέον χρόνια βρίσκεται στα συρτάρια των αρμόδιων υπουργών και υπηρεσιών ένα έργο που θα δημιουργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας στην Αττική.
Μετά από οκτώ χρόνια λιτότητας αυτό που οφείλουμε όλοι να παραδεχθούμε είναι ότι στην Ελλάδα έγιναν πολλές περικοπές και λίγες μεταρρυθμίσεις. Οι εταίροι και δανειστές θεώρησαν ότι το μόνο μέσο για να αναστρέψουν την πορεία της χώρας ήταν η λιτότητα. Όμως, οι αυστηροί δημοσιονομικοί περιορισμοί ώθησαν την ελληνική οικονομία σε μια πρωτοφανή ύφεση.
Αυτήν την πολιτική πρεσβεύει η σημερινή κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Την πολιτική της διαρκούς λιτότητας μέχρι το 2060 η οποία άλλωστε φέρει και τη δική του υπογραφή.
Εάν ήθελε να την ανατρέψει θα αρκούσε ένα και μόνο σχέδιο: Ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων για τη λειτουργία του ελληνικού κράτους που ήταν και παραμένει ο μεγάλος ασθενής. Μόνο έτσι θα απαλλαγούμε από την σκληρή οκταετή λιτότητα και όχι με τις ψευτοπαροχές και τα επιδόματα.
Εάν ήθελε να την ανατρέψει θα αρκούσε ένα και μόνο σχέδιο: Ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων για τη λειτουργία του ελληνικού κράτους που ήταν και παραμένει ο μεγάλος ασθενής. Μόνο έτσι θα απαλλαγούμε από την σκληρή οκταετή λιτότητα και όχι με τις ψευτοπαροχές και τα επιδόματα.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Δέδες είναι Δικηγόρος - Μέλος του τομέα Ανάπτυξης της ΝΔ