του Κωνσταντίνου Α. Δέδε
Δικηγόρου - Πολιτευτή ΝΔ Ανατολικης Αττικης
O Εθνικός Φιλελευθερισμός, ως παραλλαγή του κλασσικού φιλελευθερισμού, συνδυάζει τον εθνικισμό με ορισμένες φιλελεύθερες πολιτικές, ιδίως όσον αφορά την εκπαίδευση, τις σχέσεις κράτους-Εκκλησίας, και της σύγχρονης και αποτελεσματικής γραφειοκρατικής διαχείρισης.
Οι ρίζες του βρίσκονται στη Κεντρική Ευρώπη του 19ου αιώνα, στις επικρίσεις του κρατούντος συντηρητικού φιλελευθερισμού όσον αφορά την ανεξέλεγκτη ελευθερία του διεθνούς εμπορίου. Ο εθνικοφιλελευθερισμός προτείνει αντίθετα τη συνεργασία μεταξύ κυβέρνησης και εθνικής βιομηχανίας στα πλαίσια ενός καθεστώτος μέτριου προστατευτισμού, προτιμησιακών δασμολογίων, επιδότηση της νηπιακής βιομηχανίας κλάδων στρατηγικής σημασίας για την εθνική ανάπτυξη και διάφορες μορφές βιομηχανικού σχεδιασμού. Σήμερα, φαίνεται να αναδεικνύεται σε εναλλακτική πρόταση ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα στη παγκοσμιοποίηση με τη τρέχουσα μορφή τους.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η ελληνική φιλελεύθερη κουλτούρα διακρίνεται σε δύο στρατόπεδα.
Στο πρώτο ανήκει σύσσωμη η κομμουνιστογενής Αριστερά ως να είναι αυτή που διαφυλάσσει την «εθνική» ανεξαρτησία από τα επεκτατικά καπιταλιστικά συμφέροντα που απεργάζονται τη σύνθλιψη και την αφαίρεση των μέσων παραγωγής των Ελλήνων εργατών. Οικονομικά, η αυτοαποκαλούμενη «Λαϊκή Δεξιά» συμφωνεί με αυτή την ταξική ανάλυση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολλοί από τον χώρο αυτόν είχαν ταυτιστεί με τον πολιτικό λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου.
Στο δεύτερο ανήκει η «διεθνιστική» πτέρυγα, που άνευ όρων αποδέχεται την πλήρη διεθνοποίηση και την αυτούσια εισαγωγή θεσμών και οικονομικών πολιτικών, την απόλυτη γεωπολιτική ταύτιση με τα «θέλω» των δυτικών, διότι η διεκδίκησή των εκ μέρους των Ελλήνων θεωρείται «εθνικιστικός μικρομεγαλισμός», την κατάργηση του στρατού, τη δημιουργία διεθνιστικής Παιδείας και την αποτίναξη κάθε εθνικού στοιχείου. Το φαινόμενο αυτό ουσιαστικά το έχει αποδώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο Κικέρων: Γραικύλοι, ήτοι, οι υπόδουλοι πνευματικά Έλληνες που καμώνονται τους ξένους, ήτοι πιθηκισμός ή σύνδρομο του ιθαγενούς.
Η εκσυγχρονιστική πτέρυγα της Αριστεράς είναι προεξάρχουσα αυτού του πνεύματος, τόσο λόγω της ιδεολογικής της προσέγγισης όσο και λόγω της ένταξης της στην οικονομική ελίτ, αισθανόμενοι ότι διαθέτουν περισσότερα κοινά με τις ελίτ άλλων χωρών παρά με τους συμπατριώτες τους.
Στα ζητήματα της οικονομίας εκσυγχρονιστές και φιλελεύθεροι διαφωνούν απλά για το ποιος θα κατέχει το 51% των δημόσιων οργανισμών, δηλαδή το Δημόσιο ή ο ιδιωτικός τομέας. Η μη αποδοχή της εθνικής ετερότητας παραμερίζει τον «φιλελευθερισμό» και προκρίνει υπερκρατικά σχήματα, όπου η εξουσία συσσωρεύεται σε ένα υπερεθνικό κέντρο.
Απαιτείται πλέον να αναδειχθεί και μία τρίτη οδός, η συντηρητική επιλογή του εθνικού φιλελευθερισμού. Η ιδεολογία και η κοσμοθεωρία που στα κοινωνικά ζητήματα είναι ορθολογικά συντηρητικό, υπέρ της εθνικής κοινωνίας και Παιδείας. Σεβάσμιο προς την Ορθοδοξία, αλλά κατά της κατήχησης και της αλλοτρίωσης του κοσμικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Η σχέση με τη Δύση προφανώς δεν είναι εχθρική, αλλά δεν είναι και άκριτη και υπόκειται σε κανόνες και όρους. Το έθνος-κράτος είναι ο προαγωγός της ελευθερίας και της διάχυσης της ισχύος προς τα κάτω, με ενδιάμεσο το κράτος και τελικούς αποδέκτες τις τοπικές κοινωνίες.
Από την άλλη πλευρά η οικονομική θεώρηση, αποδέχεται την παγκοσμιοποίηση με σαφείς όρους και κατά περίπτωση, σεβόμενη τον εθνικό καπιταλισμό, την εθνική κοινωνική κινητικότητα και την εκάστοτε εθνική αστική τάξη, η οποία κατά προτίμηση προέρχεται από τα μικρομεσαία στρώματα. Προκρίνει την συγκρότηση του Σούμπετερ «κάθε 10 οικογένειες μία επιχείρηση», δεν προτιμά την απρόσωπη μισθωτή εργασία, ως απότοκο της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας.
Στα πλαίσια αυτά, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, η φιλελεύθερη δημοκρατία και μπορούν να συνυπάρξουν με την αξία του έθνους και την εθνική ταυτότητα. Οι διεθνιστικές ιδεολογίες δεν υπερτερούν του εθνικού κράτους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάποια κοινή ταυτότητα και ιστορία, αλλά παρά ταύτα παρουσιάζει δυσλειτουργίες. Έχει ισχυρό ρόλο στη ρύθμιση της οικονομικής πολιτικής, αλλά είναι πολύ αδύναμη στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής. Σε τελική ανάλυση η Ε.Ε. βασίζεται στη σύγκλιση απόψεων και συμφερόντων εθνικών κρατών. Αλλά και αμιγώς υπερεθνικοί θεσμοί, όπως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, βασίζονται στη βούληση των εθνικών κρατών για να επιτύχουν τους στόχους τους.
Τα εθνικά κράτη και οι εθνικές ταυτότητες έχουν μέλλον. Είναι δικαίωμα κάθε λαού να διαφυλάξει την εθνική, θρησκευτική και κοινωνική του ταυτότητα, σεβόμενος τα δημοκρατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο εθνικός φιλελευθερισμός καλείται να συνδυάσει εθνική συνείδηση, ταυτότητα και δημοκρατία. Δεν αποδέχεται ούτε τον ακραίο διεθνισμό ούτε τον αυταρχικό εθνοκεντρισμό. Προβάλλει ενωτικά πρότυπα σε εθνικό επίπεδο, όπως είναι η κοινή ιστορία, η κοινή γλώσσα, η κοινή λογοτεχνία.
Το έθνος χρειάζεται τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Αλλά και η φιλελεύθερη δημοκρατία χρειάζεται το έθνος. Οι σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες απορρίπτουν τα αυταρχικά καθεστώτα, όπως απορρίπτουν και την ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση. Ακριβώς για αυτό το λόγο ο εθνικός φιλελευθερισμός μοιάζει να αποτελεί την ιδανική εναλλακτική επιλογή.