Ένα σπουδαίο ταλέντο, ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος, ο οποίος έχει ερμηνεύσει πρωταγωνιστικούς ρόλους κλασικού & σύγχρονου ρεπερτορίου, δέχθηκε να μιλήσει στο attikinews.gr και να απαντήσει στις ερωτήσεις μας που αφορούν στα θέματα της όπερας στην Ελλάδα. Χειμαρρώδης, με μεγάλη εμπειρία του αντικειμένου του, καθώς τραγουδά πρωταγωνιστικά μια εικοσαετία, μας λέει ότι η όπερα θα έχει προοπτική στην Ελλάδα εφόσον γίνεται όλο και πιο πολύ οργανικό κομμάτι της κοινωνίας.
Στον Νίκο Χιδίρογλου
Υπάρχει προοπτική για την όπερα στην Ελλάδα; Τί γίνεται στη χώρα μας με την κλασική μουσική Παιδεία;
Τη στιγμή αυτή που μιλάμε, υπάρχει αγωνία για την προοπτική της πατρίδας μας. Επομένως είναι επισφαλής όποια απάντηση, θετική ή αρνητική. Εξαρτάται, δε, και πως εννοεί κάποιος την προοπτική. Με δεδομένο ότι το μοναδικό Λυρικό Θέατρο της Ελλάδος θα αλλάξει στέγη και θα μεταφερθεί στο ΚΠΙΣΝ σε ένα σύγχρονο θέατρο με εξαιρετικές υποδομές, αυτό και μόνο δημιουργεί μια διάθεση αισιοδοξίας. Αν υποθέσουμε ότι βρεθούν πόροι που θα μας δώσουν τη δυνατότητα να ανεβάζουμε τις καλύτερες και πιο ποιοτικές παραστάσεις, όλοι μας θα έχουμε τη βεβαιότητα ότι στην Ελλάδα θα έχουμε εισέλθει τον ‘χρυσό αιώνα’ της όπερας.
Σε περίπτωση που όμως οι πόροι περιοριστούν και δεν μπορεί να ασκηθεί αυτή η πολιτική;
Τότε όλα θα άλλαζαν και πολύ γρήγορα και θα διαπιστώναμε ότι ο ‘χρυσός αιώνας’ κονιορτοποιήθηκε. Επομένως, είναι φρόνιμο να μην αφήνουμε την κρίση μας να επηρεάζεται από τα εξωτερικά γνωρίσματα των πραγμάτων. Προοπτική στην όπερα δεν θα δώσουν μόνο οι φανταχτερές και πλούσιες παραγωγές. Ο πολλαπλασιαστής οφέλους αυτής της πρακτικής είναι μηδαμινός. Κι αυτό το υποστηρίζω με σιγουριά. Δείτε τι απέμεινε από όλα τα Ολυμπιακά έργα; Πόσο βελτιώθηκε το επίπεδο του αθλητισμού επειδή αποκτήσαμε εξαιρετικές εγκαταστάσεις; Η όπερα θα έχει προοπτική στην Ελλάδα εφόσον γίνεται όλο και πιο πολύ οργανικό κομμάτι της κοινωνίας και όταν φτάσει στο σημείο να είναι δημιουργικώς αυθύπαρκτη. Σε πρακτικό επίπεδο πιστεύω ότι αυτό θα πραγματοποιηθεί αν το κύριο βάρος δοθεί στην πρωτογενή παραγωγή, σε όλα τα επίπεδα. Αναφέρθηκα στο παράδειγμα των ακριβών παραγωγών, για να επισημάνω ότι είναι εσφαλμένη η εντύπωση ότι με άφθονο χρήμα, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω δεν υπάρχει το αντίθετο μάλιστα, θα βελτιώναμε το επίπεδο της όπερας με διαρκείς εισαγωγές προτάσεων και προτύπων από το εξωτερικό. Κατά την άποψη μου, αυτή είναι η επιτομή του προβλήματος στον σχεδιασμό και στην ιεράρχηση των κριτηρίων που έχουμε ως κοινωνία. Δεν πιστεύουμε όσο πρέπει στον εαυτό μας. Και δυστυχώς με ένα παράξενο τρόπο εκπαιδευόμαστε σε αυτή την λανθασμένη νοοτροπία. Η πρακτική της μετακένωσης φρονώ ότι είναι καταστροφική κι όποτε επιχειρήθηκε στο παρελθόν είχε άσχημα αποτελέσματα, σε όλα τα επίπεδα. Και δεν συμφωνώ με την άποψη ότι η όπερα δεν είναι ελληνικό πολιτιστικό προϊόν. Αυτά είναι επιχειρήματα που δείχνουν άγνοια και επιπολαιότητα. Η ΕΛΣ είναι ένας οργανισμός που παράγει έργο εδώ και εβδομήντα χρόνια, αλλά επειδή μονίμως ισχύει το ‘ουδείς προφήτη της στον τόπο του’, δεν έχει γίνει αντιληπτό πόσο σοβαρή και ουσιαστική ήταν η συμβολή της ΕΛΣ στην ελληνική κοινωνία. Ευτυχώς όσο περνούν τα χρόνια γίνεται όλο και πιο πολύ αντιληπτό. Και είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στην Λυρική Σκηνή έχουν ‘γεννηθεί’ σπουδαίοι καλλιτέχνες οι οποίοι σταδιοδρόμησαν και σταδιοδρομούν στο οπερατικό γίγνεσθαι. Η κλασική Παιδεία πλήττεται παγκοσμίως εδώ και πολλά χρόνια. Στην χώρα μας δεν νομίζω να ήταν ιδιαιτέρως αναπτυγμένη και, σε μεγάλο βαθμό, ό,τι έγινε πραγματοποιήθηκε διότι υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι που υπερβάλλοντας εαυτούς κράτησαν και κρατούν την κατάσταση για να μην διαλυθεί εντελώς. Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά στην κλασική μουσική Παιδεία. Για να μην είμαι όμως αφοριστικός πρέπει από την άλλη πλευρά να αναφέρω ότι οι συνθήκες είναι για όσους σπουδάζουν σήμερα σε αρκετά θέματα υποδομών πολύ καλύτερες σε σχέση με αυτές που υπήρχαν το παρελθόν.
Πάντως, θέμα υποδομών πλέον δεν υπάρχει...
Για το μόνο πράγμα που δεν πρέπει να έχουμε παράπονο είναι οι υποδομές. Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το ΚΠΙΣΝ ακόμα και η αίθουσα του Παρνασσού και αρκετοί άλλοι είναι χώροι ζηλευτοί που ο καθένας στο είδος του είναι εξαιρετικός και προσφέρουν στους καλλιτέχνες αλλά και στο κοινό την ικανοποίηση να απολαμβάνουν την μουσική σε πολύ όμορφους και λειτουργικούς χώρους.
Είναι εντυπωσιακό το ότι η ελληνική όπερα είναι περίπου άγνωστη στο κοινό της χώρας μας. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Τι γίνεται με την όπερα στην περιφέρεια;
Με την ερώτηση σας θίγεται μια πολύ πονεμένη υπόθεση. Σε ό,τι αφορά στην όπερα και την περιφέρεια δεν γίνεται απολύτως τίποτε. Ακόμα και η Θεσσαλονίκη που δεν είναι περιφέρεια, δεν έχει σκηνή όπερας. Με την κρίση, το 2010 η Όπερα Θεσσαλονίκης η οποία με τεράστιο κόπο είχε στηθεί μετά από προσπάθειες ετών, ύστερα από μια ακατανόητη απόφαση συγχώνευσής της με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, δεν υπάρχει έκτοτε. Άποψή μου είναι ότι αν επιδιώκαμε να εδραιώσουμε σταθερή και δημιουργική σχέση της περιφέρειας με το λυρικό θέατρο, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα θα είχαμε πραγματοποιήσει μια καλλιτεχνική-πνευματική επανάσταση. Αυτή είναι μια πολιτική της οποίας ο πολλαπλασιαστής αξίας είναι τεράστιος και σε βάθος χρόνου περισσότερο επωφελής από το να δίνουμε όλη μας την ενέργεια σε βραχυπρόθεσμους σχεδιασμούς. Δυστυχώς, δεν φαίνεται να υπάρχει διάθεση, καμία πρόθεση ούτε από την κεντρική εξουσία, ούτε από πλευράς των τοπικών αρχών για αλλαγής αυτής της χέρσας κατάστασης. Και επειδή η αίσθηση που έχω είναι ότι μέσα από την κρίση μια άσχημη συνέπεια, εκτός όλων των όσων διαπιστώνουμε, είναι ότι οι προσδοκίες μας δεν είναι περισσότερες από την επιβίωση, έχει χαθεί κάθε διάθεση να πάμε πιο μπροστά. Δεν είμαι αισιόδοξος, δυστυχώς, ότι θα υπάρξει διάθεση για αλλαγή αυτού του τοπίου.
Τον Μάρτιο, θα συμμετάσχετε στην όπερα Λουτσία ντ Λάμμερμουρ του Ντονιτσέτι, στο Μέγαρο Μουσικής. Τι το ξεχωριστό θεωρείτε πως θα έχει αυτή η παράσταση;
Θα είναι μια παράσταση σε συναυλιακή παρουσίαση δίχως σκηνοθεσία. Την παράσταση θα τη διευθύνει ο Λουκάς Καρυτινός. Η Κρατική Ορχήστρα μαζί με την Βασιλική Καραγιάννη, τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, τον Τάσο Αποστόλου, τον Γιάννη Καλύβα την Ελένη Βουδουράκη οι χορωδίες της Ε.Ρ.Τ και του Δήμου Αθηναίων κι εγώ, ολοκληρώνουμε την διανομή της Παραγωγής του Μεγάρου. Θέλω να σταθώ στη διδασκαλία του Άρη Χριστοφέλλη, ενός εξαιρετικού τραγουδιστή και δασκάλου, ο οποίος θα έχει την ευθύνη της ορθής απόδοσης του ύφους και της έκφρασης του Belcanto. Γίνεται μια καταπληκτική προετοιμασία με απόλυτη προσοχή στη λεπτομέρεια και στην απόδοση του ύφους της μουσικής, προσεγγίζοντας πιστά το ύφος και την αισθητική της μουσικής της περιόδου του Belcanto. Δεν έχω συναντήσει δάσκαλο που να το κάνει καλύτερα από τον Χριστοφέλλη, θεωρώ ότι είμαι ιδιαιτέρως τυχερός που μου δίνεται η ευκαιρία να συνεργάζομαι μαζί του, καθώς και με όλους τους τραγουδιστές και ασφαλώς τον Λουκά Καρυτινό ο οποίος είναι ένας μαέστρος που σου δίνει μια μοναδική αίσθηση σιγουριάς.