Loading...

Τα αίτια της οικονομικής κρίσης, οι συνέπειες και η διέξοδος. Μύθοι και πραγματικότητα


Του Γιάννου Γραμματίδη, Προέδρου του κόμματος Νέα Πορεία Νέα Ελλάδα

Η χώρα μας διέρχεται μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της μεταπολεμικής ιστορίας της. Ταλαιπωρημένη από καλπάζουσα διαρθρωτική κατάρρευση εξαιτίας ανισσόροπων οικονομικών πολιτικών. Μαστιζόμενη από μια βαθειά κοινωνική κρίση πού είναι αποτέλεσμα επίσης αυτών των πολιτικών, ταπεινωμένη κι απαξιωμένη στα μάτια της παγκόσμιας κοινότητας για λόγους πού δεν την αφορούν και πού δεν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα, ήδη σύρεται σε μια επικίνδυνη ατραπό πού μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τόσο την κρατική της λειτουργία και την εθνική της υπόσταση και κυριαρχία όσο και την ευρωπαϊκή της προοπτική.

Πώς φθάσαμε όμως ως εδώ;
Η τρέχουσα βαθειά οικονομική κρίση της χώρας μας δεν αποτελεί αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008-2009 αλλά είναι αναπότρεπτη εσωτερική κρίση, συνέπεια ενός αντιπαραγωγικού μοντέλου οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας πού εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες, πάντως σίγουρα από την μεταπολίτευση ως και σήμερα. Ένα μοντέλο με δομικές αδυναμίες όπως η επιχειρηματική εσωστρέφεια, πού σημαίνει μικρό ποσοστό εξαγωγών στο ΑΕΠ, η προσανατολισμένη στην εγχώρια αγορά παραγωγή με αποτέλεσμα την ανισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ο μεγάλος, βαθύς κι αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας και το μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Όπως ακόμα το ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα πού δεν συντελεί στη διαμόρφωση χαρακτήρων, δεν προτείνει την κριτική σκέψη, δεν προάγει την αριστεία, δεν είναι συνδεδεμένο με την αγορά εργασίας και υστερεί σε έρευνα κι ανάπτυξη. Όπως το δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον. Τέλος, ο ανορθόδοξα δομημένος πρωτογενής τομέας, οι ανεκμετάλλευτες τουριστικές δυνατότητες της χώρας και ο ταλαιπωρημένος τομέας του κλασσικού και σύγχρονου πολιτιστικού μας προϊόντος.Πάνω δε από όλα αυτά ένα γιγαντιαίο και λαβυρινθώδες κράτος, πανάκριβο στη λειτουργία του κι εν τούτοις δυσκίνητο κι αναποτελεσματικό βασισμένο στη σιγουριά της μονιμότητας των λειτουργών του και στο αποτρεπτικό κάθε προόδου σύνολο των διοικητικών μικροδομών πού έχουν κάνει την δική τους συνομωσία σε βάρος των πολιτών και της κοινωνίας.  Όλα αυτά κι άλλα πολλά δομικά προβλήματα είχαν σαν συνέπεια τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα, τη μείωση της εθνικής αποταμίευσης, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και το χαμηλό ποσοστό ξένων επενδύσεων.
Γιατί όμως κι από ποιους επελέγη αυτό το παρωχημένο κι αντιαναπτυξιακό οικονομικό μοντέλο; Αβίαστα η απάντηση δείχνει το ανεξάρτητα από ιδεολογικές κατευθύνσεις πολιτικό προσωπικό των κομμάτων εξουσίας, όπως αυτά διαμορφωνόταν από καιρό σε καιρό, πού ήταν κατά κύριο λόγο υπεύθυνα για την εκάστοτε χάραξη κυβερνητικής πολιτικής. Ήταν επιλογή του προσωπικού αυτού η επέκταση του κράτους σε κάθε χώρο παραγωγής πλούτου σε σημείο πού να καλύπτει το 60% του ΑΕΠ. Ένα 40% μόνο παράγεται από τον ιδιωτικό τομέα. Δεν στέκομαι δε μόνο στο αδιάψευστο γεγονός ότι το κράτος υπήρξε πάντα και παντού κακός διαχειριστής του εθνικού πλούτου, αλλά κύρια στο ότι δεν άφηνε χώρο για την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αν σκεφθεί κανείς επίσης ότι το κράτος, παράλληλα με τις αντιπαραγωγικές του δραστηριότητες, διατηρούσε και διατηρεί την επιχειρηματικότητα δέσμια μίας αφόρητης γραφειοκρατίας κι ενός συστήματος εσκεμμένων εμποδίων στην ανάπτυξή της, εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Ελληνική οικονομία ήταν και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι η τελευταία Σοβιετική οικονομία της σύγχρονης Ευρώπης. Μία οικονομία πού παγίδευε ελεύθερους πολίτες, στην ουσία στερώντας τους την συνταγματικά κατοχυρωμένη άσκηση των δικαιωμάτων τους στην οικονομική δραστηριότητα. Μια άσκηση δικαιωμάτων πού δυσχεραινόταν ακόμα περισσότερο από ένα δυσκίνητο δικαστικό σύστημα πού διαιώνιζε τήν επίλυση των επιχειρηματικών διαφορών σε σημείο οιωνεί αρνησιδικίας. Μια άσκηση δικαιωμάτων πού δυναμιτιζόταν επίσης από ένα πλέγμα διαφθοράς σε όλο το φάσμα της δημόσιας και πολιτικής διοίκησης. Ένα μοντέλο δηλαδή ανισοτήτων πού επέτρεπε κι εξακολουθεί να επιτρέπει στο κράτος ανενδίαστα να αυτοεξαιρείται κάθε βάρους και υποχρέωσης πού το ίδιο επιβάλλει στους πολίτες. Η επιβίωση της επιχειρηματικότητας και μαζί με αυτήν η παραγωγή εθνικού πλούτου εξαρτιόταν κι ακόμα εξαρτάται από τις διαθέσεις του δημόσιου και του πολιτικού προσωπικού της χώρας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο το ότι η οικονομική και πολιτική συναλλαγή εξέθρεψε και παγίωσε στην εξουσία εκείνο το πολιτικό προσωπικό πού υπήρξε ο κύριος υπαίτιος της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας και της εξαθλίωσης των πολιτών της.
Ας παρατηρήσουμε την εξέλιξη του δημόσιου χρέους από το 2001 μέχρι και σήμερα πού διαμορφώνεται αυξητικά από το 100% στο 180% του ΑΕΠ άλλοτε με αυξανόμενο κι άλλοτε με μειούμενο ΑΕΠ.Το συμπέρασμα από την παρατήρηση είναι ότι η πορεία του δημόσιου χρέους διαμορφώνεται δυσανάλογα με την διαμόρφωση του ΑΕΠ και κυρίως ότι παρουσιάζεται δραματική αύξησή του ακόμα και σε περιόδους αύξησης του ΑΕΠ πού μοιάζει τεχνικά αδικαιολόγητο. ΓΙΑΤΙ;
Μια δεύτερη παρατήρηση είναι στην εξέλιξη της ανεργίας στην Ελλάδα σε σχέση με την εξέλιξη του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2001 – 2010 όπου ξεκινώντας με ΑΕΠ 152 δις μέχρι και 226 δις, ο μέσος όρος του ποσοστού ανεργίαςπαραμένει στην περιοχή του 9 με 10%. Και να σκεφθεί κανείς ότι στο ενδιάμεσο διάστημα, δηλ. στο 2008 και 2009 το ΑΕΠ ανέβηκε στην περιοχή των 240 δις ευρώ. Το συμπέρασμα από αυτή την παρατήρηση είναι ότι παρά την δραματικά αυξητική πορεία του ΑΕΠ ο μέσος όρος της ανεργίας παραμένει σταθερά στην ίδια κατά μέσο όρο περιοχή του 10%  ενώ θα έπρεπε να μειώνεται λόγω της μεγαλύτερης παραγωγής πλούτου. ΓΙΑΤΙ;
Μια τρίτη παρατήρηση  είναι ότι από το 2000 η συμμετοχή του κλάδου των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών στο ΑΕΠ ήταν εξόχως ρευστή κινούμενη στην περιοχή μεταξύ 19 % και 25%. Ας αναλογισθεί κανείς ότι η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος προέρχεται από αυτόν τον κλάδο, όπου μόνο η σταθερή ετήσια συμμετοχή του τουλάχιστον κατά 35% στο ΑΕΠ θα ήταν δυνατό να εδραιώσει μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας.  Το συμπέρασμα από αυτή την παρατήρηση είναι ότι η απίσχναση του παραγωγικού ιστού της χώρας οφείλεται στο δομικό πρόβλημα της υπερίσχυσης του κλάδου των μη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων έναντι εκείνου των διεθνώς εμπορεύσιμωνπού, σε συνδιασμό με την εξ αυτού του λόγου στρεβλή υπερκατανάλωση απετέλεσε μια από τις καίριες αιτίες της έξαρσης τόσο του ιδιωτικού όσο και του εξωτερικού δανεισμού. ΓΙΑΤΙ;
Μια τέταρτη ειδικότερη παραδειγματική παρατήρηση είναι πάνω στην συμμετοχή του ασφαλιστικού στην αύξηση του δημόσιου χρέους της χώρας. Ο προϋπολογισμός χρειάζεται να μεταφέρει σε ετήσια βάση περίπου το 10% του ΑΕΠ για να καλύψει το κενό του ασφαλιστικού συστήματος, σε σύγκριση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο πού είναι 2½%. Ενός δηλαδή μοιραίου και μη βιώσιμου συστήματος όπου 2,900,000 εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα καλούνται να στηρίξουν 700,000 εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, 1,150,000 ανέργους και 2,700,000 συνταξιούχους, μία αναλογία δηλαδή 1 : 1,5.Το συμπέρασμα από αυτή την παρατήρηση είναι ότι το ασφαλιστικό μαζί με την μισθοδοσία του ευρύτερου δημόσιου τομέα είναι σήμερα πια οι βασικότεροι παράγοντεςπού ευθύνονται για την θηριώδη διόγκωση του δημόσιου χρέους της χώρας. ΓΙΑΤΙ;
Οι τέσσερις αυτές ανεξάρτητες αλλά απολύτως ενδεικτικές παρατηρήσεις δείχνουν ότι στην καρδιά της ελληνικής οικονομίας υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει μια κακοήθης υπερπλασία, ένα βαθύ δομικό πρόβλημα πού εμποδίζει την ανάπτυξη και αυξάνει την έκθεση της χώρας στον κίνδυνο της συνέχισης της υπερχρέωσης.
Όμως το οικονομικό μοντέλο μιάς χώρας διαμορφώνεται από κυβερνητικές επιλογές πού στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν συνειδητές πολιτικές επιλογές.
Έτσι φθάσαμε στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-2009 πού απεκάλυψε τα εγγενή προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας πού μέχρι τότε κρύβονταν κάτω από το χαλί. Ήταν το 2010 πού η τότε Ελληνική κυβέρνηση, ανεύθυνα, χωρίς σχέδιο και ουσιαστική διαπραγμάτευση, έβαλε πρώτα αριθμητικούς δημοσιονομικούς στόχους και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη διαμόρφωση του μείγματος των μέτρων για την επίτευξή τους. Δεν ασχολήθηκε δηλαδή με την ουσία του προβλήματος πού ήταν το στρεβλό της οικονομικό πρότυπο πού θα έπρεπε να αλλάξει για να κερδίσει η οικονομία την ανταγωνιστικότητά της κι έτσι να ανταποκριθεί η χώρα στις επιταγές των στόχων της. Δεν ασχολήθηκε με τη μείωση των κρατικών δαπανών και του ίδιου του κράτους, ούτε με τις μεταρρυθμίσεις πού θα είχαν ένα ευεργετικό για την οικονομία αποτέλεσμα, παρά μόνο με την επιβολή βαριάς φορολογίας σε ιδιώτες κι επιχειρήσεις, συνταξιούχους και μισθωτούς. Από την πρώτη ημέρα που μπήκε η Ελλάδα στο Μνημόνιο, οι κυβερνήσεις χωρίς εξαίρεση μέχρι σήμερα - και κυρίως σήμερα -«εξαγοράζουν» μεταρρυθμίσεις προτείνοντας περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα κατά τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς θεωρώντας  ότι αυτό έχει μικρότερο πολιτικό κόστος. Έτσι υιοθετήθηκε και η πρακτική των ‘ταμειακών ισοδύναμων’ όπου κάθε μέτρο παράγει ένα ταμειακό αποτέλεσμα και, συνεπώς, για να καταργηθεί πρέπει να υιοθετηθεί ένα άλλο μέτρο που να έχει το ίδιο αποτέλεσμα στον προϋπολογισμό. Η διαπραγμάτευση με ταμειακά ισοδύναμα μέτρα οδήγησε τελικά σε  καταστροφικές για την οικονομία συμφωνίες πού θεωρητικά ίσως να βοηθούσαν τη χώρα να πιάσει δημοσιονομικούς στόχους, αλλά στο τέλος κατέστρεφαν την οικονομία και την κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα οι «κόκκινες γραμμές» στο ασφαλιστικό και στην αγορά εργασίας αντισταθμίστηκαν με (θεωρητικά) ταμειακά ισοδύναμα που αποτρέπουν την προοπτική ανάπτυξης και ισοπεδώνουν τον όποιο παραγωγικό ιστό της ελληνικής οικονομίας απέμεινε. Η επιλογή αυτή είχε ενδεικτικά τις εξής επιπτώσεις:
- Η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ μειώνει έσοδα και ΑΕΠ
- Η αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων (πού αποτελεί ελληνική πρόταση) προκαλεί μείωση του ρυθμού ανάπτυξης κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες. 

- Η αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων βάσει της ελληνικής πρότασης εκτιμάται ότι αυξάνει το ποσοστό ανεργίας κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες.
- Η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών (πού αποτελεί ελληνική πρόταση) επηρεάζει 240.000 επιχειρήσεις, προκαλώντας πιέσεις για μειώσεις μισθών ή απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα.
- Η αύξηση της συμμετοχής των συνταξιούχων στην ασφάλιση περιορίζει το πραγματικό τους εισόδημα από 1% έως 6% για περίπου 3 εκατ. συνταξιούχους.

- Ιδιαίτερα σήμερα, συνολικά τα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα της ελληνικής οικονομίας στη διετία 2015-2016 κατά 1,5% του ΑΕΠ ή κατά μέσον όρο ψαλιδίζουν την ανάπτυξη κατά 0,75% και η διαρθρωτική κατάρρευση της οικονομίας θα αυξηθεί λόγω των μέτρων πού αποτελούν αποτέλεσμα της υιοθέτησης της λογικής των ταμειακών ισοδυνάμων.

Είναι ακριβώς αυτοί οι λόγοι πού εδώ και καιρό εισήγαγα στον δημόσιο διάλογο την έννοια των «δυναμικών ισοδυνάμων» όπου ενισχύουμε τον παραγωγικό ιστό και τους πολίτες αυτής της χώρας με μέτρα ριζοσπαστικά αναπτυξιακού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας, την δημιουργία κλίματος αισιοδοξίας κι ελπίδας σε πολίτες κι επιχειρήσεις και, τέλος, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την αύξηση των φορολογικών εσόδων. Βασιζόμαστε δηλαδή στην δυναμική της ανάπτυξης πού αναμένουμε ότι θα επιφέρει ασύγκριτα μεγαλύτερα έσοδα από εκείνα πού θα επέφερε η μονόπλευρη αύξηση των φορολογικών βαρών. Ένα ανταγωνιστικό φορολογικό σύστημα μπορεί να συντελέσει στην προοπτική της ανάπτυξης.
Χρειάζονται μέτρα σόκ αμέσου δημοσιονομικού κι αναπτυξιακού αποτελέσματος πού να περιλαμβάνουν (α) Θέσπιση Οριζόντιου Φορολογικού Συντελεστή για όλα τα φορολογητέα εισοδήματα ανεξαρτήτως πηγής και για τα επιχειρηματικά κέρδη στο 20% για τα δύο πρώτα έτη εφαρμογής (φορολογικά έτη 2016 και 2017) και στο 12,5% για κάθε επόμενο φορολογικό έτος, (β) Εφαρμογή του νέου Φορολογικού Συντελεστή, μειωμένου κατά 50% για πέντε χρόνια, σε περιπτώσεις επαναπατριζομένων επιχειρήσεων που μετέφεραν την δραστηριότητά τους στο εξωτερικό εφόσον ο επαναπατρισμός τους συνοδεύεται με δημιουργία ικανού αριθμού θέσεων πλήρους απασχόλησης και  (γ) Θέσπιση Οριζόντιου Φορολογικού Συντελεστή για τα επιχειρηματικά κέρδη στο 0% για τα πέντε πρώτα έτη λειτουργίας νεοφυών επιχειρήσεων στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας ή της καινοτομίας και στο 12,5% για κάθε επόμενο φορολογικό έτος. Ανάλογα μέτρα χρειάζεται να ληφθούν και στον αγροτικό τομέα.
Άλλη παρέμβαση είναι η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και η εισαγωγή Μοναδικού Φόρου Ακινήτων (ΜΟΦΑΚ), ο οποίος θα ενσωματώνει το σύνολο των σήμερα υφισταμένων επιβαρύνσεων επί των Ακινήτων πού  δεν θα υπερβαίνει το 1% της υποκείμενης σε φορολογία αξίας των ακινήτων ετησίως, σύμφωνα με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές και θα εισπράττεται από τους Δήμους. Είναι επίσης αναγκαία η θέσπιση αφορολογήτου για ακίνητα που βαρύνονται με εμπράγματες ασφάλειες υπέρ Πιστωτικών Ιδρυμάτων και η αναθεώρηση της λογικής του Τειρεσία.
Οι θεμελιώδεις παρεμβάσεις στο θεσμικό και διοικητικό πλαίσιο πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης την απλοποίηση της Φορολογικής Νομοθεσίας. Μπορεί το τελικό αποτέλεσμα να συμπυκνώνεται σε κείμενο 5 σελίδων, το βέβαιο όμως είναι ότι μέσα από την απλότητα, τη διαφάνεια, τη λογική και τη δικαιοσύνη θα χρησιμεύσει τόσο σαν εργαλείο ανάπτυξης όσο και σαν μέσο αλλαγής της φορολογικής μας συνείδησης και συμπεριφοράς. Αυτό αποτελεί μεταρρύθμιση κι όχι η αύξηση των φορολογικών βαρών και ασφαλιστικών εισφορών. Πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης τη νομοθετική διασφάλιση της σταθερότητας του φορολογικού πλαισίου για 7-10 έτη με νόμο αυξημένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Να περιλαμβάνουν την ενοποίηση εισπρακτικών μηχανισμών για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, διατήρηση κινήτρων για τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, τον τουρισμό, τον πολιτισμό και τον πρωτογενή τομέα αλλά και για την φορολογία κατοίκων εξωτερικού για να στείλουμε μήνυμα σοβαρότητας, σταθερότητας κι ευθύνης. Τέλος, να περιλαμβάνουν και άλλα άμεσα δραστικά μέτρα σόκ για την ανάταξη του παραγωγικού ιστού της χώρας και της εν γένει πραγματικής οικονομίας ανάμεσα στα οποία, άρση των capital controls, αναπτυξιακά κίνητρα, δραματική αύξηση του κονδυλίου του ΠΔΕ για την χρηματοδότηση κυρίως έργων υποδομών μέσα από νέο «καλό» δανεισμό για να δώσουμε δουλειά σε χιλιάδες ανθρώπους, και, τέλος, ραγδαίες και μαζικές ιδιωτικοποιήσεις με σχέδιο, ορθολογισμό, σύνεση και σεβασμό στην περιουσία του ελληνικού λαού.
Αλλά και στο μακροοικονομικό επίπεδο απαιτούνται μεταρρυθμίσεις παντού.  Στην οργανωτική μορφή και στο ρόλο του κράτους στην οικονομία ώστε αυτό να είναι επιτελικό, ευέλικτο και φιλικό στον πολίτη και στην επιχειρηματικότητα, στο ασφαλιστικό σύστημα του οποίου η συνολική λειτουργία θα πρέπει να εγγυάται από το κράτος, στη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας πού οι δυνάμεις της θα πρέπει να απελευθερωθούν, στη δικαιοσύνη ώστε να αποδίδεται έγκαιρα κι αποτελεσματικά, στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην παιδεία σε όλες τις βαθμίδες, στις εργασιακές σχέσεις, στη περιβαλλοντική διαχείριση, στη διαχείριση του τουρισμού, στην ανάδειξη των πολιτιστικών δυνατοτήτων της χώρας, στη ναυτιλία και στον πρωτογενή τομέα πού θα έπρεπε να αποτελεί μαζί με τον πολιτισμό και τον τουρισμό τους βασικούς άξονες ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας και, τέλος, στην λειτουργία των θεσμών. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν παράλληλα και τους θεμελιώδεις άξονες της οικονομίας για την μεταρρύθμιση των οποίων πρώτοι εμείς θα έπρεπε να έχουμε συμφωνήσει ένα δικό μας εθνικό Μνημόνιο. Πρέπει να επαναπροσδιορισθεί ο ρόλος αυτών των αξόνωνγια την εκ βάθρων αναδιάρθρωσή τους και την ουσιαστική αναπτυξιακή τους συμπεριφορά.
Οι προϋποθέσεις αυτές, σήμερα, απαιτείται να συνυπάρχουν σε ένα συνεκτικό σχέδιο ανάταξης της Ελληνικής οικονομίας πού θα συμπεριλαμβάνει ακόμα προτάσεις κι εργαλεία δημοσιονομικού εξορθολογισμού. Είναι ακριβώς ένα τέτοιο σχέδιο πού θα πρέπει να αποτελέσει και τη βάση επαναδιαπραγμάτευσης του 3ου Μνημονίου ώστε από βαθειά υφεσιακόπού κατέληξε πρακτικά να είναι, να το μετατρέψει σε έντονα αναπτυξιακό. Μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση είναι αναγκαίο να επιχειρηθεί με ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη, με πρόγραμμα και με συγκροτημένο σχέδιο προτάσεων και κύρια με πνεύμα τόσο ειλικρίνειας όσο αφορά τις δυνατότητες της κοινωνίας να ανταποκριθεί, όσο και οικοδόμησης της χαμένης εμπιστοσύνης. Στα πλαίσια αυτής της επαναδιαπραγμάτευσης είναι αναγκαίο να προηγηθεί παντός άλλου η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους. Σαν αναδιάρθρωση εννοώ την επιμήκυνση των λήξεων για τουλάχιστον 50 χρόνια και την παροχή περιόδου χάρητος 10ετούς διάρκειας για την εξυπηρέτησή του με κλειδωμένο μηδενικό επιτόκιο και χωρίς καμιά περαιτέρω επιβάρυνση. Την σημασία αυτής της αναδιάρθρωσης σαν μέτρου πρώτης προτεραιότητας τονίζει εδώ και καιρό και το ΔΝΤ, αλλά μπορεί κανείς και μόνος να αντιληφθεί αν λάβει υπόψη ότι η Ελλάδα είναι σήμερα συμβατικά υποχρεωμένη - ξεκινώντας από εφέτος και για οκτώ χρόνια - να καταβάλλει τόκους ύψους 51δίς ευρώ, δηλαδή τόκους περίπου 5 δις ευρώ ετησίως με εξαίρεση το 2022 όπου καλείται να καταβάλλει τόκους 18 δις ευρώ. Πώς μπορεί μια οικονομία σε διαρθρωτική κατάρρευση να περάσει σε φάση πραγματικής ανάπτυξης υπό το άγχος αυτής της εξυπηρέτησης, των συνεχών αξιολογήσεων πού μετατρέπουν Έλληνες υπουργούς σε αυτοσχέδιους λογιστές και διαχειριστές της παράδοσης της εθνικής μας κυριαρχίας; Και λέω ότι η οικονομία δεν βρίσκεται σε ύφεση αλλά σε διαρθρωτική κατάρρευση γιατί μια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση όταν η παραγωγική της αποτελεσματικότητα υπολείπεται της πραγματικής παραγωγικής της δυνατότητας. Όμως η Ελληνική οικονομία έχει ήδη απολέσει το μέγιστο μέρος της παραγωγικής της δυνατότητας ευρισκόμενη σε καθεστώς διαρθρωτικής κατάρρευσης. Αυτή η διαπίστωση καταδεικνύει την ανάγκη της διαρθρωτικής ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας πού δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί σε χρονική διάρκεια μικρότερη της δεκαπενταετίας υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της συνέπειας στο σχέδιο επίτευξής της. Η χωρίς διαβούλευση, με προχειρότητα και  βιασύνη προτεραιοποίηση τομέων της οικονομίας πού δήθεν μπορούν να επιφέρουν ανάπτυξη στη χώρα είναι ο λάθος δρόμος. Χρειάζεται ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο αναφοράς, διαμορφωμένο μέσα από κοινωνική διαβούλευση πού να οδηγεί στην υλοποίηση ενός τελικού στόχου, του οράματος πού έχει επιλέξει μια κοινωνία για το μέλλον της οικονομίας της.Κοινωνίες χωρίς οράματα είναι καταδικασμένες σε στασιμότητα κι αφανισμό. Και είμαστε σε απόσταση αναπνοής από αυτές τις τραγικές συνέπειες για τις οποίες θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να απολογηθούμε στα παιδιά μας και στις επόμενες γενιές.
Μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση προϋποθέτει τέλος εθνική συνεννόηση κι ευθύνη απέναντι στους πολίτες και στην ιστορία, αξιοπιστία και σύστημα. Προϋποθέτει ακόμα πνεύμα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και των διεθνών δανειστών της πού δεν χτίζεται με υποκλοπές και παρακολουθήσεις κι απεμπόληση ιστορικών συμμαχιών. Προϋποθέτει, τέλος, επίδειξη ηγεσίας και αποφασιστικό μήνυμα σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.

Αυτή είναι η μόνη διέξοδος. Δεν υπάρχει άλλη. Δύσκολο να την διαβούμε χωρίς αποτελεσματική ηγεσία και χωρίς όραμα. Μοιάζει με την αδύνατη άσκηση. Αλλά όπως σοφά είπε ο Νέλσων Μαντέλα ερωτηθείς πώς πέτυχε να φέρει τη μεγάλη αλλαγή στη χώρα του, «κάτι φαίνεται να είναι αδύνατο να γίνει μέχρι τη στιγμή πού γίνει».
Πολιτική 5627006043361662526
Περιμένουμε το σχόλιο σου
Αρχική σελίδα item

Μόλις Ανέβηκε